Τα Παιδιά Και Τα Καρπούζια
Ή αλλιώς, γιατί η σύγκριση των παιδιών μας είναι μια ανούσια και άκρως επιβλαβής συνήθει
Είναι αλήθεια ότι πολλές συζητήσεις και έρευνες γίνονται με αντικείμενο την ανατροφή των παιδιών. Οπωσδήποτε οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει για κανόνες και συμπεριφορές που πρέπει να ακολουθούνται, για να μεγαλώσουμε όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένα, πιο ανεξάρτητα και πιο δυνατά παιδιά. Δύο από αυτούς τους κανόνες στους οποίους θα ήθελα να αναφερθώ, καθώς θεωρώ ότι είναι από τους πιο σημαντικούς στην ανάπτυξη ενός παιδιού, είναι οι εξής: Πρώτον, δε συγκρίνουμε τα παιδιά μας. Δεύτερον, και σημαντικότερο, ΔΕ ΣΥΓΚΡΙΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ!
Καταλαβαίνω ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως να ακούγεται αδιανόητο, μιας και μπαίνουμε στη διαδικασία συγκρίσεων από πολύ μικρή ηλικία. Η σύγκριση είναι ένα έμφυτο χαρακτηριστικό που μας συνοδεύει σε πολλά στάδια της εξέλιξής μας, όπως για παράδειγμα στο να θέλουμε να μοιάσουμε στα πρόσωπα του στενού οικογενειακού μας κύκλου από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής μας. Συγκρίνοντας τον εαυτό μας μπορούμε να προωθήσουμε τον υγιή ανταγωνισμό, να γίνουμε καλύτεροι αξιολογώντας τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά μας, να ταυτιστούμε με το ιδανικό. Με το σημερινό βομβαρδισμό πληροφοριών και αγαθών θα ήταν αδύνατο να βάλουμε τάξη στις αποφάσεις και κατ’ επέκταση στη ζωή μας, χωρίς την ικανότητα της σύγκρισης. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε, κάθε φορά που θέλω να αγοράσω ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο ή ένα καρπούζι, θα φροντίσω να κάνω πρώτα μια έρευνα αγοράς για να συγκρίνω προϊόντα, υπηρεσίες και τιμές.
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η καλύτερη ευκαιρία: ένα καρπούζι με 0,59€ το κιλό ή ένα ζευγάρι παπούτσια στα 19,99€; Πολύ εύκολα θα απαντούσε κάποιος πως δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης, καθώς οι δύο επιλογές είναι ανόμοιες και άρα ανώφελο το ερώτημα. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όταν μιλάμε για ανθρώπους. Πολλοί γονείς πέφτουμε στην παγίδα της σύγκρισης των ίδιων των παιδιών μας με τα παιδιά του αδερφού, του ξαδέρφου, του μπατζανάκη, του γείτονα, της κυρά Κατίνας από το χωριό, ακόμη και με φανταστικά παιδιά. Ιδανικά και τέλεια παιδιά που οι ίδιοι έχουμε πλάσει στη φαντασία μας και περιμένουμε ότι τα πραγματικά μας παιδιά θα γίνουν ίδια. "Ο ξάδερφός σου είναι πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι", "Κοίτα πως τρώει όλο του το φαγητό ο Διονύσης", "Βλέπεις πόσο ήσυχα κάθεται η Ανδρομάχη;", "Ο Κίμωνας γιατί πήρε καλύτερο βαθμό στο διαγώνισμα;"
Κουβέντες σαν τις παραπάνω ξεστομίζονται αναμφισβήτητα με τις καλύτερες και πιο αγαθές των προθέσεων, καθώς όλοι θέλουμε το καλύτερο για τα παιδιά μας. Θέλουμε να τα βοηθήσουμε να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους στο έπακρο. Όταν όμως υποβάλουμε τα παιδιά σε μια τέτοια συνεχή διαδικασία σύγκρισης, τους δημιουργούμε ένα άδικο αίσθημα ανταγωνισμού που δείχνει ότι μόνον αυτός που τα καταφέρνει καλά, αξίζει την εύνοιά μας. Η ανασφάλεια, η υποτίμηση και η μειονεκτικότητα την οποία αισθάνονται όχι μόνο δεν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά μπορεί να οδηγήσει στα ακριβώς αντίθετα, μιας και τα παιδιά, συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και προσδοκίες των γονιών τους, τραυματίζονται ψυχικά σε βαθμό ανεπανόρθωτο. Οδηγούνται έτσι σταδιακά σε έντονα αρνητικές συμπεριφορές αρχικά, στη χαμηλή αυτοεκτίμηση, στην ανικανότητα, στην αδυναμία, στην παραίτηση, στο περαιτέρω κλείσιμο και αποκλεισμό του εαυτού τους από τον περίγυρο και τέλος, στην απραξία. Πρόκειται για μια τόσο ανώφελη, όσο και βλαβερή, συνήθειά μας, γιατί αφενός πάντα θα υπάρχει κάποιος καλύτερος και αφετέρου, το μόνο που προκαλεί είναι επιπλέον άγχος σε εμάς και στα παιδιά μας σε μια περίοδο που ξυπνάμε, κοιμόμαστε, τρώμε, δουλεύουμε, ονειρευόμαστε και ερωτευόμαστε με το άγχος.
Αν θέλουμε μπορούμε να αναλογιστούμε για λίγο και την άλλη μεριά αυτού του νομίσματος, ώστε να γίνει λίγο πιο κατανοητή η θέση των παιδιών όταν τα συγκρίνουμε. Εξάλλου, ας μη γελιόμαστε, ένα παιδί που έχει μάθει να το συγκρίνουν, είναι βέβαιο πως θα συγκρίνει κι εκείνο. Αυτό που δεν είναι βέβαιο είναι απλώς η μέρα που θα το ακούσουμε να λέει: ‘Ο μπαμπάς του Αλέξανδρου είναι πιο καλός από εσένα’, ‘Η μαμά της Θάλειας είναι πιο όμορφη από εσένα’, ‘Οι γονείς του Ιάσωνα είναι πιο έξυπνοι από εσάς, έχουν καλύτερη δουλειά και βγάζουν πιο πολλά λεφτά, για να πηγαίνουν διακοπές και να του αγοράζουν παιχνίδια συνέχεια’, ‘Γιατί δεν υιοθετείς το Λέανδρο, αφού είναι τόσο καλύτερος από μένα;’. Ή ακόμα, σκεφθείτε πόσο καλά θα νιώθαμε με τον εαυτό μας αν ο/η σύντροφός μας έλεγε: ‘Μα γιατί δεν έχεις κι εσύ ένα τέτοιο αυτοκίνητο, πόσο ακόμα θα κυκλοφορούμε μ’ αυτό το κάρο;’, ‘Γιατί δεν πήρες κι εσύ την ίδια προαγωγή με τον Περικλή, τόσο καλύτερος είναι αυτός από σένα;’. Πόσο κίνητρο θα μας έδινε αλήθεια αυτού του είδους η σύγκριση, για να προσπαθήσουμε για το καλύτερο; Ποια θα ήταν η ποιότητα της σχέσης μας αν ήμασταν αναγκασμένοι να υπομένουμε τέτοια μεταχείριση και ψυχολογική πίεση σε τακτική βάση; Ασφαλώς και οι περισσότεροι θα απαντούσαμε αρνητικά στις παραπάνω ερωτήσεις. Και με το δίκιο μας!
Αγαπητοί φίλοι, δεν υπάρχει τέλειο παιδί και για να σας γλυτώσω από την αγωνία δεν υπάρχει ούτε τέλειος γονιός, εκπαιδευτικός, ή ειδικός. Είμαι βέβαιος πως όλοι μας το γνωρίζουμε αυτό και περήφανα το επιβεβαιώνουμε σε κάθε ευκαιρία, σα δείγμα της ωριμότητας και της εμπειρίας μας. Παρόλα αυτά, για τα παιδιά μας φαίνεται πως έχουμε ακόμα την απαίτηση να είναι τέλεια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται! Τα δυνατά τους στοιχεία και τις καλές τους επιδόσεις τις θεωρούμε, φυσικά, δεδομένες και αυτονόητες, ενώ τα στραβά τους και τα αδύνατα γίνονται αυτομάτως πηγή άγχους και εκνευρισμού. Θέλουμε να τα καταφέρουν εκεί που εμείς αποτύχαμε, ή πετύχαμε, και έτσι ξαφνικά η μπάλα, η ορθογραφία, τα μαθηματικά, τα αγγλικά, η ζωγραφική και το πιάνο γίνονται τα μεγάλα προβλήματα. Επιπλέον, απ’ ό,τι φαίνεται, τα επιτεύγματα που έχουν σημασία για μας έχουν να κάνουν αυστηρά με το σχολείο, τον αθλητισμό και την τέχνη. Για πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αξίες όπως ευγένεια, καλοσύνη, κατανόηση, παρατηρητικότητα, χαρά, αγάπη, γλυκύτητα, ή τρυφερότητα, ούτε λόγος! Η έγνοια μας περιορίζεται στα πόσα ‘Α’ θα φέρουν στον έλεγχο και όχι στις πόσες χαρούμενες μέρες έχουν την ικανότητα να ζήσουν ή να χαρίσουν, μέχρι τον επόμενο έλεγχο.
Ντρεπόμαστε μέχρι και να παραδεχτούμε ότι το παιδί μας έχει κάποιο πρόβλημα και ρωτάμε γι’ αυτό σαν να πρόκειται για το παιδί κάποιου φίλου μας. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί τόσο άγχος; Γιατί τέτοια εμμονή να συγκρίνουμε τα παιδιά μας με τα άλλα παιδιά, υπαρκτά και μη; Επειδή τα παιδιά μας πρέπει να είναι τέλεια; Γιατί να είναι τέλεια; Είναι υποχρεωτικό; Επειδή είναι παιδιά μας; Επειδή είμαστε εμείς τέλειοι; Για να μας κάνουν περήφανους όταν βρεθούμε με τους συγγενείς σε κάποια γιορτή; Για να λέμε την καλημέρα μας πέρα ως πέρα στη γειτονιά; Για να κάνουν αυτά που δεν μπορέσαμε; Για να συνεχίσουν την οικογενειακή παράδοση που βγάζει "ξουράφια κοντά μισό αιώνα"; Επειδή δεν θέλουμε να αποτύχουν; Ας μάθουμε τότε πρώτα εμείς να αντέχουμε την αποτυχία των παιδιών μας, για να μπορέσουν να τη διαχειριστούν και εκείνα, γιατί η αλήθεια είναι πως έτσι δεν τα προετοιμάζουμε ούτε για τις ματαιώσεις της ζωής που αναμφισβήτητα θα δοκιμάσουν. Σίγουρα, πάντως, κάποιος σοβαρός λόγος σαν κι αυτούς θα υπάρχει για να τα απαρνιόμαστε τόσο απερίσκεπτα, αλλά καλό θα ήταν να κοιτάξουμε πρώτα στον εαυτό μας, ψάχνοντας εκεί για τα δικά μας ανεκπλήρωτα όνειρα, τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις μας, που έχουν να κάνουν περισσότερο με εμάς τους ίδιους.
Αυτό που επιβάλλεται να κάνουμε εμείς, ως γονείς, είναι να έχουμε καταρχάς στο μυαλό μας ότι κάθε παιδί αναπτύσσεται με τους δικούς του ρυθμούς. Σημασία έχει τι καταφέρνει το παιδί στο πέρασμα του χρόνου, τι πρόοδο σημειώνει σε σχέση με τον εαυτό του και όχι σε σχέση με τα παιδιά των άλλων. Καθήκον μας είναι να στηρίζουμε και να επιβραβεύουμε την προσπάθειά του δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πρόοδο αυτή. Έτσι, θα νιώσει δυνατό και σίγουρο για τον εαυτό του και όχι με το τι βαθμούς πήραν οι συμμαθητές του. Κάθε παιδί είναι διαφορετικό και οφείλουμε όχι μόνο να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητά του, αλλά να βοηθήσουμε και εκείνο να την αντιληφθεί και να αγκαλιάσει τη διαφορετικότητα των ανθρώπων γενικότερα. Οι δεξιότητες, οι ικανότητες, τα ταλέντα, οι προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα του κάθε παιδιού είναι επίσης διαφορετικά. Αυτά είναι τα σημεία τα οποία εμείς, καταρχάς, πρέπει να αναγνωρίσουμε και, έπειτα, να εστιάσουμε για να βοηθήσουμε το ίδιο να τα ενισχύσει και να τα αναπτύξει. Έτσι, θα συνδράμουμε πραγματικά στην εξέλιξη του παιδιού μας. Ας του μάθουμε, τέλος, πως αν αποτύχει δεν είναι αποτυχημένο ή άχρηστο. Όλοι έχουμε δικαίωμα στο λάθος και στην αποτυχία, γιατί μόνον έτσι μαθαίνουμε και προχωρούμε μπροστά. Οι μόνοι που δεν κάνουν λάθη και δεν αποτυγχάνουν ξανά και ξανά, είναι αυτοί που στέκονται και κοιτούν χωρίς να κάνουν τίποτα!
Νίκος Γουργιώτης
Καθηγητής Αγγλικών - Φροντιστήρια ΧΡΟΝΟΣ